καργιόλα

καργιόλα
(I)
και καρ(ρ)ιόλα η
μικρό δίτροχο καρότσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. carriole, «δίτροχο αμάξι»].
————————
(II)
η
βλ. καριόλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καριόλα — και καργιόλα η (Μ καριόλα και καριόγλα) κρεβάτι νεοελλ. (υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carriola] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”